- νταβατούρι
- τοβλ. νταβαντούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] … Dictionary of Greek
πατιρντί — και πατερντί και πατριντί, το άκλ. υπερβολικός και συγκεχυμένος θόρυβος από ομάδα ανθρώπων, αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, αναταραχή, νταβατούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. patirdi] … Dictionary of Greek
ταβατούρι — ταβατούρι, το και νταβατούρι, το (λ. τουρκ.), θόρυβος, σύγχυση, φασαρία: Δε σ ακούω απ το ταβατούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)